- άγρια κυδωνιά
- ηβλ. αγριοκυδωνιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
μηλοειδή ή πομοειδή — Μια από τις υποοικογένειες της οικογένειας των Ροδιδών στην οποία υπάγονται δέντρα περισσότερο ή λιγότερο μεγάλα (αχλαδιά, μηλιά, κυδωνιά, μουσμουλιά, σουρβιά), ή θάμνοι, περισσότερο ή λιγότερο τουφωτοί (κράταιγος, κυδωνίαστρο κλπ.). Συχνά… … Dictionary of Greek